μητρόπτολις
Greek (Liddell-Scott)
μητρόπτολις: ἡ, (= μητρόπολις) Ἐπιγρ. ἔμμετρ. Κυρήνης, Smith and Porcher Discoveries at Cyrene, tab. 76.
Greek Monolingual
μητρόπτολις, ἡ (Α)
βλ. μητρόπολη.
μητρόπτολις: ἡ, (= μητρόπολις) Ἐπιγρ. ἔμμετρ. Κυρήνης, Smith and Porcher Discoveries at Cyrene, tab. 76.
μητρόπτολις, ἡ (Α)
βλ. μητρόπολη.