μητρόπτολις
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
poet. for μητρόπολις.
Greek (Liddell-Scott)
μητρόπτολις: ἡ, (= μητρόπολις) Ἐπιγρ. ἔμμετρ. Κυρήνης, Smith and Porcher Discoveries at Cyrene, tab. 76.
Greek Monolingual
μητρόπτολις, ἡ (Α)
βλ. μητρόπολη.