λα-
English (LSJ)
insep. Prefix with
A intensive force, as in λακαταπύγων, λακατάρατος; cf. also λαί-μαργος.
Greek Monolingual
λα- (Α)
προθεματικό επιτατικό μόριο (πρβλ. ζα-) άγνωστης ετυμολ. που απαντά σε περιορισμένο αριθμό συνθέτων (πρβλ. λα-κατάρατος λα-καταπύγων, λα-πτυήρ, λα-φονοι, λά-μαχος). Το μόριο εμφανίζεται και με τη μορφή λαι(σ)- κυρίως σε ανθρωπωνύμια (πρβλ. Λαι-κλῆς, Λαί-στρατος). Για τη σχέση μεταξύ λαι- και λα- πρβλ. ἰθαγενής: ἰθαι-γενής. Παραμένει αβέβαιο αν το -α- του μορίου είναι μακρό ή βραχύ.