σκληρόχειρ, Hsch.
λαϊνόχειρ, -ειρος, ὁ, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «σκληρόχειρ».[ΕΤΥΜΟΛ. < λάϊνος «πέτρινος» + χείρ (πρβλ. αριστερό-χειρ, κρατερό-χειρ].