μικρόμυρτος

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ον,

   A with small berries, of myrtle, Thphr.CP6.18.5.

German (Pape)

[Seite 184] mit kleinen Myrtenbeeren, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόμυρτος: -ον, ὁ φέρων μικροὺς κόκκους ἢ μύρτα, ἐπὶ τῆς μύρτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 5.

Greek Monolingual

μικρόμυρτος, -ον (Α)
(για τη μυρτιά) αυτή που έχει μικρούς κόκκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -μύρτος «μυρτιά»].