μυρτιά

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source

Greek Monolingual

και μερτία και σμυρτιά και σμερτιά, η (Μ μυρτιά και μυρτία και μυρτέα και μερτέ και μερτία και μερτιά)
το φυτό μύρτος η κοινή, αλλ. σμυρτιά και μυρσίνη («δε θέλω να μού βάλουνε / εις το στερνό κλινάρι / μυρτιές, ούτε τριαντάφυλλα», Σολωμ.)
μσν.
1. κλωνάρι μυρτιάς
2. φύλλο μυρτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρτία < μύρτον.