μειόκαινος
Greek Monolingual
-η, -ο θηλ. και -ος
το ουδ. ως ουσ. το μειόκαινο
γεωλ. μεγάλη παγκόσμια υποδιαίρεση της τριτογενούς περιόδου και τών πετρωμάτων της, που ακολουθεί το ολιγόκαινο και προηγείται του πλειοκαίνου και υποδιαιρείται σε έξι βαθμίδες.