ολιγόκαινο

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source

Greek Monolingual

το
γεωλ. μεγάλη παγκόσμια υποδιαίρεση τριτογενούς περιόδου και τών πετρωμάτων της, που προηγείται του μειοκαίνου και έπεται του ηωκαίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. oligocene < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + καινός. Η λ., στον λόγιο τ. ὀλιγόκαινον, μαρτυρείται από το 1890 στον Κ. Μητσόπουλο].