μάσκουλο

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. άρθρωση δύο οστών
2. μυς του σώματος
3. είδος κροτίδας
4. μικρός άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mascolo].