άρθρωση

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

η (AM ἄρθρωσις) αρθρώνω
σφιχτή σύνδεση, συναρμογή των μερών συνόλου
νεοελλ.
1. συναρμογή των οστών για σχηματισμό του σκελετού, κλείδωση
2. συνένωση φθόγγων με ορισμένη σειρά για δημιουργία έναρθρου λόγου.