λήγουσα

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM λήγουσα)
η προς τα δεξιά τελευταία συλλαβή κάθε λέξης, η οποία έχει περισσότερες από μία συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. της ενεστ. μετοχής (λήγων, λήγουσα, λῆγον) του ρ. λήγω.