μόροττον

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

τό,

   A basket made of bark, used in festivals of Demeter, Hsch.

German (Pape)

[Seite 208] τό, nach Hesych. πλέγμα ἐκ φλοιοῦ, im Dienste der Ceres gebraucht.

Greek (Liddell-Scott)

μόροττον: τό, «ἐκ φλοιοῦ πλέγμα τι, ᾦ ἔτυπτον ἀλλήλους τοῖς Δημητρίοις» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μόροττον, τὸ (Α)
κατά τον Ησύχ.) «ἐκ φλοιοῡ πλέγμά τι, ᾧ ἔτυπτον ἀλλήλους τοῑς Δημητρίοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ.].