πλέγμα
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
-ατος, τό,
A anything twined or twisted, π. ἕλικος the twisting tendril of the vine, Simon.183.2; γυίων π. AP5.245 (Paul. Sil.), cf. 285 (Id.).
2 plaited work, wicker-work, Pl.Lg.734e, etc.; τὸ τοῦ κύρτου π. Id.Ti.79d: hence, = κύρτος, X.Cyr.1.6.28: in plural, wreaths, chaplets, E.Ion1393; also, plaited hair, 1 Ep.Ti.2.9.
3 πλέγμα δικτυοειδές the rete mirabile Galeni, Herophil. ap. Gal.5.155, Gal.UP9.4, al.
II metaph., complex, combination of words, Pl.Sph.262d: generally, complex, Ph.1.372,651, Plot.3.3.4.
German (Pape)
[Seite 628] τό, das Geflochtene, Flechtwerk, Korb, Netz, Haarflechte; Eur. Ion 1393; τοῦ κύρτου, Plat. Tim. 79 d, u. öfter; Xen. Cyr. 1, 6, 28 u. Folgde; auch πλέγμα γυίων, Umarmung, vgl. Jac. A. P. p. 590.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
filet de chasse;
NT: tresse ; cheveux tressés.
Étymologie: πλέκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλέγμα -ατος, τό [πλέκω] wat gevlochten is vlechtwerk; vlecht. NT 1 Tim. 2.9. overdr. combinatie (van woorden). Plat. Sph. 262d.
Russian (Dvoretsky)
πλέγμα: ατος τό
1 плетеное изделие, плетение: τό π. τοῦ κύρτου Plat. плетеная верша;
2 звероловная сеть (πλέγματα καὶ ὀρύγματα Xen.);
3 плетенка, корзина Eur.;
4 заплетенные волосы, коса NT;
5 сплетение: π. γυίων Anth. объятия; πλέγματα βάλλεσθαι Anth. обниматься; τὸ τῶν ῥημάτων καὶ τῶν ὀνομάτων π. Plat. сочетание глаголов с существительными.
English (Strong)
from πλέκω; a plait (of hair): broidered hair.
English (Thayer)
πλεγματος, τό (πλέκω), what is woven, plaited, or twisted together; a web, plait, braid: used thus of a net, Xenophon, Cyril 1,6, 28; of a basket, Euripides, Plato; πλέγμα βιβλινον in which the infant Moses was laid, Josephus, Antiquities 2,9, 4; by other writings in other senses. Braided hair (Vulg. crines torti, ringlets, curls): 1 Peter 3:3).
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και πλέμα Ν πλέκω
1. καθετί που έχει πλεχθεί ή συστραφεί, ὁπως λ.χ. είναι το δίχτυ ή η πλεξίδα τών μαλλιών τών γυναικών («κοσμεῖν ἑαυτὰς μὴ ἐν πλέγμασι ἤ χρυσῷ ἤ μαργαρίταις», ΚΔ)
2. μτφ. συνδυασμός λέξεων
νεοελλ.
1. λεπτό δίχτυ, φιλές κατάλληλος για την περίδεση της γυναικείας κόμης
2. μτφ. σύνολο συνδεόμενων μεταξύ τους πραγμάτων ή καταστάσεων («πλέγμα δυσκολιών»)
3. ανατ. δίκτυο αγγείων ή νεύρων που αναστομώνονται και διαπλέκονται μεταξύ τους
4. (ηλεκτρον.) ηλεκτρόδιο τών ηλεκτρονικών λυχνιών αποτελούμενο από διάτρητο, μεταλλικό φύλλο ή από λεπτό σύρμα τυλιγμένο σπειροειδώς, το οποίο τοποθετείται μεταξύ καθόδου και ανόδου και είτε ρυθμίζει το ανοδικό ρεύμα είτε προστατεύει την άνοδο
5. (φωτογρμμ.-τοπογρ.) δικτυωτό σχηματιζόμενο από δύο ομάδες παράλληλων και ισαπεχουσών γραμμών, οι οποίες τέμνονται καθέτως, αλλ. κάναβος
μσν.
φρ. «πλέγμα γυίων» — εναγκαλισμός
αρχ.
1. καθετί το οποίο προέρχεται από πλέξη, κάθε πλεγμένο πράγμα
2. στον πληθ. τὰ πλέγματα
στέφανοι, στέμματα
3. (γενικά) συμπλοκή
4. φρ. α) «τὸ τοῦ κύρτου πλέγμα» ή «τὸ πλέγμα» — ο κύρτος
β) «πλέγμα ἕλικος» — ο συστρεφόμενος έλικας ή πλόκαμος της αμπέλου
γ) «πλέγμα δικτυοειδές» — το λεγόμενο θαυμάσιο δίκτυο του Γαληνού, δηλαδή αγγειακό δίκτυο που παράγεται από τη διαίρεση ενός αγγείου, ειδικά μιας αρτηρίας, σε λεπτότατα τριχοειδή, τα οποία ξαναενώνονται ανασχηματίζοντας ένα ὁμοιο με το αρχικό αγγείο, ὁπως είναι λ.χ. το αγγειώδες σπείραμα τών νεφρών.
Greek Monotonic
πλέγμα: -ατος, τό, έργο με πλέξη, πλεχτό, σε Πλάτ., Ξεν.· πληθ., στεφάνια, πλεξίδες, σε Ευρ., Κ.Δ.
Greek (Liddell-Scott)
πλέγμα: τό, (πλέκω) πᾶν τὸ πεπλεγμένον ἢ συνεστραμμένον, πλ. ἕλικος, ὁ συστρεφόμενος ἕλιξ ἢ πλόκαμος τῆς ἀμπέλου, Σιμωνίδ. (?) 179· πλ. γυίων Ἀνθ. Π. 5. 246, πρβλ. 286. 2) πρᾶγμα πεπλεγμένον, καθάπερ οὖν δή τινα ξυνυφὴν ἢ καὶ πλέγμ’ ἄλλ’ ὁτιοῦν Πλάτ. Νόμ. 734E, κτλ.· τὸ πλ. τοῦ κύρτου ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 79D· ὅθεν = κύρτος, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 28· ― ἐν τῷ πληθ., στέφανοι, στέμματα, Εὐρ. Ἴων 1393, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. β΄, 9. 3) μεταφορ., συμπλοκὴ λέξεων, Πλάτ. Σοφ. 262D.
Middle Liddell
πλέγμα, ατος, τό, πλέκω
plaited work, wicker-work, Plat., Xen.:—pl. wreaths, braids, Eur., NTest.
Chinese
原文音譯:plšgma 普累格馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:編織
字義溯源:編髮(辮),編織物,編條,纏繞;源自(πλέκω)*=編結)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 編髮(1) 提前2:9