μελοτομῶ, -έω (M)κόβω σε κομμάτια, διαμελίζω («οἱ ἅγιοι ἔχαιρον κοπτόμενοι, ἥδοντο μελοτομούμενοι», Στουδ. Θεόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μελοτόμος].