κόβω
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
Greek Monolingual
και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω)
1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «του έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ' τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ' ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ.
δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς τοῖς δένδρεσιν ἅ ἔκοψαν», Θουκ.)
2. δεν αφήνω να γίνει κάτι, εμποδίζω, σταματώ ή αναχαιτίζω (α. «μού 'κοψες την τύχη» β. «μού 'κόψε τον ύπνο» γ. «μού κόπηκε το κέφι» δ. «τὸν ὕπνον ἁ φροντὶς κόπτουσα μακρὰν τὰν νύκτα ποιεῖ τοι», Θεόκρ.)
3. διά κοπής κατασκευάζω νομίσματα («λέγεται Πολυκράτεια ἐπιχώριον νόμισμα κόψαντα», Ηρόδ.)
4. καταπονώ, κουράζω, βασανίζω (α. «η ανηφοριά μού έκοψε τα πόδια» β. «μάς έκοψε το κρύο» γ. «κοπτόμενοι... ταῖς στρατείαις ταύταις», Δημοσθ.)
5. μέσ. κόπτομαι
α) χτυπώ τον εαυτό μου λόγω θλίψης, δέρνομαι, οδύρομαι («ἀπῆγον... βοῶσάν τε καὶ κοπτομένην», Πλάτ.)
β) επιδεικνύω ζωηρό ενδιαφέρον για κάποιον, νοιάζομαι πολύ («κόπτεται για τους φίλους του»)
γ) υποβάλλομαι σε μεγάλους, κόπους, αγωνίζομαι, μοχθώ
νεοελλ.
1. αλέθω, τρίβω («πριν λίγο έκοψα τον καφέ»)
2. τραυματίζω με κοφτερό όργανο, πληγώνω («έκοψα το δάχτυλό μου με το μαχαίρι»)
3. αποβάλλω μια συνήθεια (α. «έκοψα τον καφέ» β. «έκοψα τις επισκέψεις στο σπίτι του»)
4. συντομεύω, συμπτύσσω, συγκόπτω (α. στο καλύτερο σημείο η ταινία ήταν κομμένη» β. «αν πάμε από το μονοπάτι, θα κόψουμε δρόμο»)
5. (για χρώματα) ξεβάφω, ξεθωριάζω («έκοψε το χρώμα με το πλύσιμο»)
6. (για τρόφιμα) αποσυντίθεμαι, αλλοιώνομαι («έκοψε το γάλα»)
7. (για ρούχα, παπούτσια κ.λπ.) πιέζω, στενοχωρώ («μέ κόβει το παπούτσι στο μικρό δάχτυλο»)
8. διακόπτω ή ελαττώνω παροχή ή χρήση («μάς κόψαν το νερό»)
9. χωρίζω σε δύο μέρη την τράπουλα πριν αρχίσει το παιχνίδι («ποιος κόβει;»)
10. (για οχήματα) φονεύω κάτω από τους τροχούς μου, χτυπώ θανάσιμα («τον έκοψε το τρένο»)
11. απορρίπτω («ο καθηγητής μέ έκοψε στα Αρχαία»)
12. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κομμένος, -η, -ο
α) κουρασμένος, άτονος
β) ωχρός, κίτρινος
13. (σε διάφορες εκφράσεις) βεβαιώνω απόλυτα ή δηλώνω με σιγουριά ή με υπερβολικό τρόπο κάτι (α. «κόβω το κεφάλι μου» β. «να μού κοπούν τα πόδια αν ξαναπατήσω σπίτι του» γ. «να μού κοπούν τα χέρια αν τον ξαναψηφίσω»)
14. φρ. α) «κόβω τη χολή κάποιου» ή «κόβω τα ήπατα κάποιου» ή «κόβω την καρδιά κάποιου» — κατατρομάζω κάποιον
β) «κόβω βόλτες» — περιφέρομαι, κάνω βόλτες, βολτάρω
γ) «το κόβω δίπλα» — πέφτω να κοιμηθώ
δ) «κόβω και ράβω»
i) φλυαρώ ακατάπαυστα
ii) είμαι παντοδύναμος, κάνω ό,τι θέλω
ε) «κόβω πολλά λεφτά» — κοστίζω πολύ
στ) «κόβω κίνηση» — παρατηρώ
ζ) «τον κόβω»
i) τον παρατηρώ
ii) τον ψυχολογώ
η) «κόβω μονέδα» — κερδίζω πολλά χρήματα
θ) «κόβω τα φτερά κάποιου» ή «κόβω τον βήχα κάποιου» ή «κόβω τα πόδια κάποιου» — αποθαρρύνω, απογοητεύω
i) «κόβω το νήμα της ζωής» — θανατώνω, φονεύω
ια) «κόβομαι στα έξοδα» — υποβάλλομαι σε υπερβολικές δαπάνες
ιβ) «του κόβει (το κεφάλι)» ή «του κόβει το μυαλό» — είναι έξυπνος, κατανοεί εύκολα
ιγ) «κόψε κάτι»
i) μην υπερβάλλεις
ii) κατέβασε λίγο την τιμή
ιδ) (για φαγητό) «μέ έκοψε» — μού προκάλεσε στομαχικές διαταραχές
ιε) «μέ κόβει η κοιλιά μου» — μέ πονάει η κοιλιά μου
ιστ) «κόβω λάσπη» — φεύγω γρήγορα, το σκάω
ιζ) «κόψε τον λαιμό σου» — βγάλτα πέρα μόνος σου
ιη) «κόβω καρφιά» — κρυώνω πολύ
ιθ) «κόβω πολλές ψευτιές» — λέω πολλά ψέμματα
κ) «μέ κόβει λόρδα» ή «μέ έκοψε η πείνα» — πεινάω πολύ
κα) «είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μου» — είναι ακριβώς ό,τι μού ταιριάζει
15. παροιμ. ειρων. «θα μού κόψεις το νερό να ξεραθούν τα λάχανα» — λέγεται για να δηλώσει κάποιος ότι δεν πτοείται από απειλές
νεοελλ.-μσν.
1. διαιρώ κάτι με οξύ και κοφτερό όργανο, τεμαχίζω («κόψε το ψωμί»)
2. αποβάλλω κάτι ως περιττό («θα κόψω τα μαλλιά μου»)
3. καταργώ («του κόπηκαν τα προνόμια»)
4. καθορίζω ποσό ως μισθό («του κόψαν εβδομήντα χιλιάδες δραχμές τον μήνα»)
5. ελαττώνω ή ελαττώνομαι, μετριάζω ή μετριάζομαι (α. «το κάπνισμα κόβει την όρεξη» β. «έκοψε το κρύο»)
6. έχω την ιδιότητα να τέμνω, είμαι κοφτερός («αυτό το ψαλίδι δεν κόβει καθόλου»)
7. φρ. α) «κόβεται η καρδιά μου» — εξαντλούμαι
β) «μέ κόβει (ψιλός) ιδρώτας» ή «μέ κόπτει ίδρος» — ιδρώνω λόγω ψυχικής εντάσεως
γ) «δεν μέ κόφτει» ή «δέν με κόπτει» — δεν νοιάζομαι, δεν ενδιαφέρομαι
δ) «κόβω τον δρόμο» ή «κόπτω ὁδόν» — κλείνω τον δρόμο, εμποδίζω κάποιον να περάσει
μσν.
1. εγχειρίζω
2. χαράσσω, λαξεύω
3. φθείρω, κατατρίβω
4. διασχίζω, διατρέχω
5. πολιορκώ
6. πραγματοποιώ
7. αφορίζω, αναθεματίζω
8. βλάπτω
9. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κομμένος, -η, -ον
α) απόκρημνος
β) ερημικός
10. φρ. α) «κόπτω μαῡρα» — μαυροφορώ
β) «κόπτω τήν πνοή κάποιου» — θανατώνω κάποιον
γ) «κόπτω φωνήν» — κραυγάζω
μσν.-αρχ.
1. πλήττω με τα όπλα («κόπτοντες δούρεσσι μετάφρενον», Ομ. Οδ.)
2. ενοχλώ
3. βάζω σε έγνοια, στενοχωρώ
4. μέσ. θρηνώ για κάποιον («κόπτεσθ' Ἄδωνιν», Αριστοφ.)
αρχ.
1. χτυπώ ή καταπονώ
2. φονεύω ζώο δίνοντάς του δυνατό χτύπημα («κόψας ἐξόπιθεν κεράων βοός», Ομ. Ιλ.)
3. ερημώνω, λεηλατώ («κόπτων καὶ κάων τὴν χώραν», Ξεν.)
4. εξερεθίζω ή παρορμώ με χτύπημα («κόψε δ' 'Οδυσσεύς τόξῳ», Ομ. Ιλ.)
5. σφυρηλατώ, σφυροκοπώ («κόπτε δὲ δεσμούς», Ομ. Ιλ.)
6. κρούω θύρα για να εισέλθω
7. κοπανίζω, στουμπίζω («κυπέρου κεκομμένου», Ηρόδ.)
8. (για πτηνό) α) διατρυπώ με το ράμφος μου («ἐπιτίθεται καὶ ἕλκη ποιεῖ κόπτων», Αριστοτ.)
β) βρίσκω την τροφή μου
9. (για ψάρι) μασώ («κοπτόντων δὲ τῶν ἰχθυδίων συγκατάγει», Αριστοτ.)
10. (για φίδι) δαγκώνω
11. (για ίππο) τραντάζω τον αναβάτη
12. ακονίζω, οξύνω
13. μτφ. ζαλίζω, σκοτίζω
14. παθ. α) (για πλοίο) συντρίβομαι από τον εχθρό
β) (για σιτηρά) κατατρώγομαι από τα σκουλήκια
15. φρ. «κόπτομαι φρενών» — χάνω τα λογικά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόπτω.