μολυβδικός

Revision as of 07:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ή, όν,

   A leaden, Gloss.

German (Pape)

[Seite 200] bleiern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδικός: -ή, -όν, μολύβδινος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

μολυβδικός και μολιβδικός, -ή, -όν (Α) μόλυβδος
μολύβδινος.