μολιβδικός
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
v. μολυβδικός.
Greek Monolingual
μολιβδικός, -ή, -όν (Α)
βλ. μολυβδικός.
German (Pape)
und ä., s. μολυβδικός und ä.