λυκόφθαλμος

Revision as of 07:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ἡ,

   A wolf-eye, a precious stone, Plin.HN37.187.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκόφθαλμος: ὁ, λύκου ὀφθαλμός, πολύτιμός τις λίθος, Πλίν. 37. 72.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
« œil de loup », sorte de pierre précieuse.
Étymologie: λύκος, ὀφθαλμός.

Greek Monolingual

λυκόφθαλμος, ἡ (Α)
είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ὀφθαλμός (πρβλ. γλαυκ-όφθαλμος, μεγαλ-όφθαλμος)].