σκοτεινόν, μέλαν, Hsch. μόρμη· χαλεπή, ἐκπληκτική, Id. μορμίλλων,
A v. μερμίλλων. μόρμοι· φόβοι κενοί, Id.
μοριφόν (Α)(κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινόν, μέλαν».