μοριφόν

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοριφόν Medium diacritics: μοριφόν Low diacritics: μοριφόν Capitals: ΜΟΡΙΦΟΝ
Transliteration A: moriphón Transliteration B: moriphon Transliteration C: morifon Beta Code: morifo/n

English (LSJ)

σκοτεινόν, μέλαν, Hsch. μόρμη· χαλεπή, ἐκπληκτική, Id. μορμίλλων, v. μερμίλλων. μόρμοι· φόβοι κενοί, Id.

Greek Monolingual

μοριφόν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινόν, μέλαν».