λανάρισμα

Revision as of 07:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το λαναρίζω
(κλωστοϋφ.) μέθοδος κατεργασίας νημάτων κατά την οποία οι ίνες που τά αποτελούν διαχωρίζονται, καθαρίζονται και παραλληλίζονται μεταξύ τους.