μέθοδος

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέθοδος Medium diacritics: μέθοδος Low diacritics: μέθοδος Capitals: ΜΕΘΟΔΟΣ
Transliteration A: méthodos Transliteration B: methodos Transliteration C: methodos Beta Code: me/qodos

English (LSJ)

ἡ, (μετά, ὁδός)
A following after, pursuit, νύμφης μέθοδον ποιεῖσθαι Anon. ap. Suid. s.v. ζεῦγος ἡμιονικόν (EM409.35):—hence,
II pursuit of knowledge, investigation, Pl.Sph.218d, 235c, al.; μ. ποιεῖσθαι to pursue one's inquiry, ib.243d; ἐν τῇ πρώτῃ μ. Arist.Pol.1289a26: hence, treatise, Dam.Pr.451.
2 mode of prosecuting such inquiry, method, system, Pl.Phdr.270c, Arist.EN1129a6, Pol.1252a18, etc.; ἡ διαλεκτικὴ μ. Pl.R. 533c, Arist.Rh.1358a4; joined with τέχνη, Id.EN 1094a1, cf. Phld.Rh.1.32 S.; μ. ἔχειν to have a plan or system, Arist.Top.101a29; ἡ περὶ τὸν πίνακα μ. Plu.Rom.12.
3 ἡ τοῦ πάντα κινεῖσθαι μ. the doctrine of motion, Pl.Tht.183c.
4 'methodic' medicine, ἰητὴρ μεθόδου… προστάτα Epigr.Gr.306 (Smyrna), cf. Julian. ap.Gal.18(1).256.
5 Rhet., means, τῆς εὑρέσεως, τοῦ κατορθοῦν, τοῦ ἀνεπαχθῶς ἑαυτὸν ἐπαινεῖν, Hermog.Meth.2,22,25.
b means of recognizing, τῶν στάσεων Id.Stat.1,2.
c mode of treating the subject-matter, Id.Id.1.1.
III trick, ruse, Plu.2.176a: pl., Vett. Val.242.11; μ. ἐρωτικαί Aristaenet.1.17; stratagem, LXX 2 Ma. 13.18.

German (Pape)

[Seite 113] ἡ, das Nachgehen, Verfolgen; wohl nur vom kunstgemäßen, wissenschaftlichen Verfolgen einer Idee, von der wissenschaftlichen Behandlung eines Gegenstandes, u. bes. das geregelte Verfahren dabei, die Methode, ἡ διαλεκτικὴ μεθ. μόνη ταύτῃ πορεύεται, Plat. Rep. VII, 533 c, vgl. οὐχ ᾗ Τισίας πορεύεται δοκεῖ μοι φαίνεσθαι ἡ μέθοδος, Phaedr. 269 d; τῇ τοιᾷδε μεθόδῳ τῶν λόγων, Polit. 266 d; ποιεῖσθαι τὴν μέθοδον, Soph. 243 d; vgl. noch Rep. IV, 435 d Legg. I, 638 e. So vrbdt Arist. Eth. 1, 1 τέχνη καὶ μέθοδος, der auch eine wissenschaftliche Abhandlung, Schrift, so nannte. – Von den künstlichen Wendungen der Rhetoren wurde es übh. auf ein listiges Ersinnen übertragen, u. bedeutet später auch die List, Plut. reg. apophth. p. 91.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 étude méthodique d'une question de science;
2 voie détournée, fraude, artifice.
Étymologie: μετά, ὁδός.

Russian (Dvoretsky)

μέθοδος:
1 путь исследования или познания, метод (ἡ διαλεκτικὴ μ. Plat.);
2 теория, учение: ἡ τοῦ κινεῖσθαι μ. Plat. учение о движении;
3 исследование, трактат Arst.;
4 прием, уловка Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μέθοδος: ἡ, (μετά, ὁδὸς) τὸ μεταβαίνειν πρὸς ἀναζήτησιν ἢ παραλαβήν τινος, τὴν τῆς νύμφης μέθοδον ποιοῦνται Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· - ἐντεῦθεν, ΙΙ. ἐπιδίωξις γνώσεως, ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, ζήτησις, Πλάτ. Σοφ. 218D, 235D, κ. ἀλλ.· μ. ποιοῦμαι, ἐπιδιώκω τὰς ἐρεύνας μου, αὐτόθι 243D· ἐν τῇ πρώτῃ μ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 2, 1. 2) ὁ τρόπος τῆς ἐπιδιώξεως τοιαύτης ἐρεύνης, μέθοδος, σύστημα, Πλάτ. Φαῖδρ. 270C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 1, 1, Πολιτικ. 1. 1. 3, κτλ.· ἡ διαλεκτικὴ μ. Πλάτ. Πολ. 533C, Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 20· ἐν συνδυασμῷ μετὰ τοῦ ἐπιστήμη, τέχνη, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 1, 1· μ. ἔχειν αὐτόθι Τοπ. 1. 2, 1. 3) ἡ τοῦ κινεῖσθαι μ., τὸ δόγμα, ἡ διδασκαλία τῆς κινήσεως, Πλάτ. Θεαίτ. 183C. 4) συστηματικὴ ἰατρική, ἰητὴρ μεθόδου... προστάτα Συλλ. Ἐπιγρ. 3283· πρβλ. μεθοδικός.

Greek Monolingual

η (ΑM μέθοδος)
συστηματικός και προγραμματισμένος τρόπος πορείας για την επίλυση προβλημάτων θεωρίας και πρακτικής η οποία οδηγεί από προσδιορισμένες προϋποθέσεις στην πραγματοποίηση ενός σκοπού
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) σύστημα κανόνων ή αρχών έρευνας, μελέτης και γνώσης τών φυσικών, κοινωνικών και βιολογικών φαινομένων και, γενικά, του επιστητού, καθώς και η προοπτική υπό την οποία γίνεται η προσέγγισή τους από διάφορους ερευνητές ή από διάφορες σχολές (α. «πειραματική μέθοδος» β. «συγκριτική μέθοδος» γ. «απαγωγική μέθοδος»)
2. σύνολο πρακτικών διαδικασιών με τις οποίες διδάσκεται ένα μάθημα, μια επιστήμη
3. εγχειρίδιο που περιέχει τις βασικές αρχές και τους τρόπους εκμάθησης μιας γλώσσας, ενός μουσικού οργάνου κ.λπ. (α. «μέθοδος Ιταλικής άνευ διδασκάλου» β. «πρακτική μέθοδος κιθάρας»)
νεοελλ.-μσν.
τρόπος σύμφωνα με τον οποίο πράττει, συμπεριφέρεται ή συναλλάσσεται κάποιος (α. «οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνταν στις εκλογές κατά το παρελθόν ήταν αντιδημοκρατικές» β. «το παιδί αυτό έχει μέθοδο στο διάβασμά του» γ. «το κρασί πρέπει να το πίνεις με μέθοδο»)
μσν.
1. δραστηριότητα, εκδήλωση
2. επινόημα, εφεύρημα
αρχ.
1. αναζήτηση, ανίχνευση, διερεύνηση
2. η αρχή στην οποία στηρίζεται κάποιος κατά την επιστημονική έρευνα («κατὰ τὴν τοῦ πάντα κινεῖσθαι μέθοδον», Πλάτ.)
3. συστηματική ιατρική
4. το σύνολο τών επιστημονικών γνώσεων, επιστήμη
5. στρατήγημα («κατεπείρασε διὰ μεθόδων τοὺς τόπους», ΠΔ)
6. ρητορικά μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ὁδός. Η αρχική σημασία της λ. ήταν «καταδίωξη, επιζήτηση», που αργότερα εξελίχθηκε σε «έρευνα, αναζήτηση, σύστημα έρευνας, επιστήμη», λαμβάνοντας μάλιστα ορισμένες φορές τη σημασία που θα είχε το μεταρρηματικό παράγωγο του ρ. μετέρχομαι.

Greek Monotonic

μέθοδος: ἡ (μετά), αναζήτηση, επιδίωξη, κατάκτηση· ιδίως, κατάκτηση γνώσης, επιστημονική αναζήτηση, έρευνα, ερευνητική μέθοδος, μέθοδος, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

μέθ-οδος, ἡ, μετά
a following after, pursuit: esp. pursuit of knowledge, scientific inquiry, investigation, method of inquiry, method, Plat., etc.

English (Woodhouse)

method, system, way of action

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Σύνθετο ἀπό τό μετά + ὁδός τοῦ εἶμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.