λατρεύς

Revision as of 07:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A hired servant, Lyc.393.

German (Pape)

[Seite 18] ὁ, der Diener um Lohn, Lycophr. 393.

Greek (Liddell-Scott)

λατρεύς: έως, ὁ, ἐπιμίσθιος ὑπηρέτης, Λυκόφρ. 393.

Greek Monolingual

λατρεύς, -έως, ὁ (Α) λάτρον
1. αυτός που υπηρετεί κάποιον επί μισθώ, θεράπων, δούλος, υπηρέτης
2. αφοσιωμένος σε κάποιον, λατρευτής.