λατινίζω

Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

λατινίζω) Λατίνος
1. μιμούμαι τους Λατίνους ως προς τη γλώσσα ή τα ήθη και έθιμα
2. ασπάζομαι τα δόγματα της δυτικής, Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, τών Ρωμαιοκαθολικών, είμαι επηρεασμένος από τον Ρωμαιοκαθολικισμό.