(Μ λατινίζω) Λατίνος1. μιμούμαι τους Λατίνους ως προς τη γλώσσα ή τα ήθη και έθιμα2. ασπάζομαι τα δόγματα της δυτικής, Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, τών Ρωμαιοκαθολικών, είμαι επηρεασμένος από τον Ρωμαιοκαθολικισμό.