λεκανοσκοπία

Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

Ep. λεκανοσκοπίη, ἡ,

   A the inspecting of a dish, in order to divine, Man.4.213.

German (Pape)

[Seite 27] ἡ, das Beschauen der Schüssel, um daraus zu weissagen, Maneth. 4, 213.

Greek Monolingual

η (Α λεκανοσκοπία, επικ. τ. λεκανοσκοπίη)
η λεκανομαντ(ε)ία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεκανοσκόπος < λεκάνη + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ηπατο-σκοπία].