και λεύγη η (Μ λέγα)μονάδα μήκους, που διαφέρει κατά τόπους («αγγλική λεύγα»3. ναυτικά μίλια, δηλ. 5.556,6 μέτρα).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεύγα < λατ. leuga και leuca «γαλατικό μέτρο χιλίων πεντακοσίων ρωμαϊκών βημάτων». Ο τ. λέγα < ιταλ. lega].