λεύγα

Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και λεύγη η (Μ λέγα)
μονάδα μήκους, που διαφέρει κατά τόπους («αγγλική λεύγα»
3. ναυτικά μίλια, δηλ. 5.556,6 μέτρα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεύγα < λατ. leuga και leuca «γαλατικό μέτρο χιλίων πεντακοσίων ρωμαϊκών βημάτων». Ο τ. λέγα < ιταλ. lega].