μέτρα
From LSJ
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
μέτρα, ἡ (Μ)
1. καταμέτρηση, μέτρημα
2. μέτρο χωρητικότητας υγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μετρῶ].