μέτρα
From LSJ
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
Greek Monolingual
μέτρα, ἡ (Μ)
1. καταμέτρηση, μέτρημα
2. μέτρο χωρητικότητας υγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μετρῶ].