μέτρα
From LSJ
ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
Greek Monolingual
μέτρα, ἡ (Μ)
1. καταμέτρηση, μέτρημα
2. μέτρο χωρητικότητας υγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μετρῶ].
ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
μέτρα, ἡ (Μ)
1. καταμέτρηση, μέτρημα
2. μέτρο χωρητικότητας υγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μετρῶ].