λευκίσκος

Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ὁ, a fish,

   A white mullet, Hices. ap. Ath.7.306e, Gal.6.713.

German (Pape)

[Seite 33] ὁ, eine Fischart, Weißfisch, Hices. bei Ath. VII, 306 e.

Greek (Liddell-Scott)

λευκίσκος: ὁ, ἰχθύς τις ἐκ τοῦ γένους τῶν κεφάλων, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 306Ε.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
able, poisson.
Étymologie: λευκός.

Greek Monolingual

ο (Α λευκίσκος) λεύκος
γένος τελεόστεων οστεϊχθύων που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια cyprinidae.