ταξινόμηση

From LSJ

τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ενέργεια του ταξινομώ, η θέση κατά προδιαγεγραμμένη τάξη, σύμφωνα με ορισμένο σύστημα, κατάταξηταξινόμηση τών αρχείων»)
2. η κατάταξη πραγμάτων ή εννοιών με ορισμένη σειρά («αλφαβητική ταξινόμηση»)
3. βιολ. η καθιέρωση ενός ιεραρχικού συστήματος κατηγοριών τών οργανισμών με βάση τις μεταξύ τους φυσικές σχέσεις
4. (πληροφ.) επεξεργασία δεδομένων, με την οποία αυτά καταχωρίζονται σε σειρά με ορισμένο ή ορισμένα κριτήρια, αλφαβητικά ή αριθμητικά
5. (λογ.) κατάταξη στην ίδια ομάδα και απόδοση κοινής ονομασίας σε γεγονότα, αντικείμενα ή όντα που έχουν κοινά χαρακτηριστικά
6. φρ. α) «θεωρία ταξινόμησης»
(σε όλους τους γνωστικούς κλάδους, ιδίως στις βιολογικές και κοινωνικές επιστήμες) οι αρχές που διέπουν την οργάνωση τών αντικειμένων σε ομάδες σύμφωνα με τις ομοιότητες και τις διαφορές τους ή σύμφωνα με τη σχέση τους με ένα σύνολο κριτηρίων
β) «κλιματική ταξινόμηση»
(μετεωρ.) σύστημα κατάταξης τών κλιματικών περιοχών της Γης με βάση ορισμένα κλιματολογικά δεδομένα, όπως είναι η θερμοκρασία, η υγρασία κ.ά.
γ) «ταξινόμηση νεφών»
(μετεωρ.) σύστημα ταξινόμησης τών νεφών που βασίζεται κυρίως στη μορφή τους, όπως αυτή παρατηρείται από το έδαφος
δ) «αριθμητική ταξινόμηση» — κατάταξη σύμφωνα με αριθμητική συνέχεια, κατ' αύξοντα αριθμό 1, 2, 3...
ε) «ταξινόμηση αυτοκινήτων» — η απογραφική εργασία που διεξάγεται από τις υπηρεσίες του υπουργείου συγκοινωνιών κάθε χρόνο με σκοπό τη συγκέντρωση στατιστικών στοιχείων για τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στη χώρα
στ) «γεωγραφική ταξινόμηση» — ταξινόμηση αντικειμένων με βάση τη χώρα προέλευσης ή προορισμού τους
ζ) «ειδολογική ταξινόμηση» — ταξινόμηση αντικειμένων που γίνεται με βάση το είδος τους
η) «κάθετη ταξινόμηση» — ταξινόμηση φακέλων ή βιβλίων του ενός δίπλα στο άλλο σε όρθια στάση ώστε η ράχη να είναι στραμμένη στον παρατηρητή
θ) «οριζόντια ταξινόμηση» — ταξινόμηση βιβλίων ή φακέλων με την τοποθέτηση του ενός πάνω στο άλλο και με τη ράχη στραμμένη στον παρατηρητή
ι) «ταξινόμηση λογαριασμών» — κατανομή και κατάταξη λογαριασμών στις κατηγορίες ενός λογιστικού σχεδίου η οποία συνήθως γίνεται σύμφωνα με το δεκαδικό σύστημα
ια) «ταξινόμηση πλοίων»
ναυτ. η κατάταξη κάθε πλοίου σε ορισμένη κατηγορία από τον νηογνώμονα στον οποίο αυτό είναι ενταγμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταξινομώ. Η λ., στον λόγιο τ. ταξινόμησις, μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].