λιγάκι

Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

επίρρ. πολύ λίγο σε ποσότητα, σε ένταση, σε έκταση ή σε χρόνο (α. «δώσε μου λιγάκι ψωμί» β. «περίμενε λιγάκι»).