λεπτοκαμωμένος

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
1. λεπτός, ισχνός, αδύνατος, λεπτεπίλεπτος
2. αυτός που έχει ασθενική κράση, φιλάσθενος
3. φτειαγμένος με λεπτότητα, λεπτοδουλεμένος
4. εξεζητημένος στους τρόπους και στην εμφάνιση.