[Seite 46] ονος, ὁ, Schol. Il. 4, 110 = λιθοδόμος.
λῐθοτέκτων: -ονος, ὁ, λιθοδόμος, Σχόλ. εἰς Ἰλ.
λιθοτέκτων, -ονος, ὁ (Α)λιθοδόμος, κτίστης.