[Seite 49] τό, dim. von λίνον, leinener Faden, Mathem.
λινίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λίνον, Βίτων περὶ Μηχ. 106Β.
λινίδιον, τὸ (Α) λίνονυποκορ. του λίνος.