λιταργισμός

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = σκιρτήματα, in pl., Sch.Ar.Nu.1255.

Greek (Liddell-Scott)

λῐταργισμός: -οῦ, ὁ, τὸ ταχέως τρέχειν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1253.

Greek Monolingual

λιταργισμός, ὁ (Α) λιταργίζω
βιασύνη, σπουδή, τρέξιμο.