λιτρισμός

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ὁ,

   A delivery by weight, PFlor.31.21 (iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

λιτρισμός: ὁ, ἡ κατὰ λίτρας ἀπαρίθμησις, Ἀνώνυμ. παρὰ Lambec Bibl. Caes. τ. 7, σ. 513Α, κλ.

Greek Monolingual

λιτρισμός, ὁ (ΑM) λιτρίζω
ο υπολογισμός ή η μέτρηση ενός βάρους σε λίτρες.