ου, ὁ,
A word-catcher, Ph.1.526, al.
λογοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων λόγους, Φίλων 1. 526.
λογοθήρας, ὁ (Α)αυτός που θηρεύει, που κυνηγά λόγους.[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λαθρο-θήρας, χρυσο-θήρας.