μανιώδης, Hsch.
λυσσήεις, -εσσα, -εν (Α)(κατά τον Ησύχ.) «μανιώδης».[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -ήεις (πρβλ. λωβ-ήεις, τραπεζ-ήεις)].