μαγνητοθερμικός

Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται συγχρόνως στη θερμότητα και στον μαγνητισμό
2. φρ. «μαγνητοθερμικό φαινόμενο»
φυσ. το σύνολο τών θερμικών φαινομένων τα οποία προκαλούνται όταν μαγνητισθεί μια σιδηρομαγνητική ουσία.