-ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται συγχρόνως στη θερμότητα και στον μαγνητισμό2. φρ. «μαγνητοθερμικό φαινόμενο»φυσ. το σύνολο τών θερμικών φαινομένων τα οποία προκαλούνται όταν μαγνητισθεί μια σιδηρομαγνητική ουσία.