[Seite 79] ἡ, erst sehr Sp., fem. zu μάγος.
μάγισσα: ἡ, θηλ. τοῦ μάγος, Νικήτ. εἰς Μουρζ. 4, Δουκάγγ., κλ.
η (Μ μάγισσα)βλ. μάγος.