μάγος
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
English (LSJ)
ον, as Adj., magical, μάγῳ τέχνῃ πράττειν τι Philostr. VA 1.2; κεστοῦ φωνεῦσα μαγώτερα AP 5.120 (Phld.).
German (Pape)
[Seite 79] ὁ, der Magier, s. nom. pr., so hießen die Priester u. Weisen der Perser, die sich auf Astrologie, Traumdeuterei u. andere geheime, zauberische Künste verstanden, Her. oft, Xen., Plut. Dah. übh. Zauberer, Gaukler, Betrüger, als Scheltwort, Soph. ὑφεὶς μάγον τοιόνδε μηχανοῤῥάφον, O. R. 387; μάγων τέχναις, Eur. Or. 1497; οἱ δεινοὶ μάγοι, Plat. Rep. IX, 572 e; auch ἀνὴρ μάγος, Ax. 371; Folgde; oft bei Luc., der auch μάγος γάρ ἐστι δεινή vrbdt, Asin. 4, wie τὴν μάγον M. Argent. 10 (V, 16). – Wie ein adj., zaubernd, zauberisch, im compar., κεστοῦ μαγώτερα, Philod. 10 (V, 121). Vgl. übrigens γόης..
French (Bailly abrégé)
ου;
1 (ὁ) mage, prêtre chez les Mèdes et les Perses;
2 (ὁ, ἡ) magicien, sorcier;
NT: astrologue.
Étymologie: DELG Μάγοι.
Russian (Dvoretsky)
I ὁ и ἡ перс.
1 маг (член мидийско-персидской жреческой касты) Her.;
2 чародей, снотолкователь, звездочет, прорицатель, Xen., Luc.;
3 лжемудрец, лжепрорицатель (μ. μηχανορράφος Soph.);
4 волхв NT.
II магический, волшебный, чудодейственный (μαγώτερος κεστοῦ, sc. Ἀφροδίτης Anth.).
Spanish
English (Strong)
of foreign origin (רַב־מָג); a Magian, i.e. Oriental scientist; by implication, a magician: sorcerer, wise man.
English (Thayer)
μαγου, ὁ (Hebrew מַג, plural מָגִים; a word of Indo-Germanic origin; cf. Gesenius, Thesaurus, ii., p. 786; J. G. Müller in Herzog viii., p. 678; (Vanicek, Fremdwörter, under the word; but the word is now regarded by many as of Babylonian origin; see Schrader, Keilinschriften as above with 2te Aufl., p. 417ff)); from Sophocles and Herodotus down; the Sept. Theod. ad Dan. for אַשָׁף; a magus; the name given by the Babylonians (Chaldaeans), Medes, Persians, and others, to the wise men, teachers, priests, physicians, astrologers, seers, interpreters of dreams, augurs, soothsayers, sorcerers etc.; cf. Winer s RWB, under the word; J. G. Müller in Herzog, the passage cited, pp. 675-685; Holtzmann in Schenkel iv., p. 84 f; (BB. DD., under the word Magi>). In the N.T. the name is given:
1. to the oriental wise men (astrologers) who, having discovered by the rising of a remarkable star (see ἀστήρ, and cf. Edersheim, Jesus the Messiah, i. 209ff) that the Messiah had just been born, came to Jerusalem to worship him: Acts 13:6,8,cf. 8:9,11.
Greek Monolingual
ο, θηλ. μάγισσα (AM μάγος, θηλ. μάγισσα, Α θηλ. και μάγος, Μ θηλ. μάγη)
1. (στους αρχαίους Πέρσες και Μήδους) α) (το αρσ. στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Μάγοι
διακεκριμένη φυλή, τα μέλη της οποίας χαρακτηρίζονταν για τη βαθιά γνώση τους σχετικά με τη θρησκεία, για τις μαντικές και αστρολογικές πρακτικές τους και γενικά για τις επιστημονικές τους γνώσεις
β) ιερέας της θρησκείας του Ζωροάστρη ή σοφός που ασχολούνταν με την αστρονομία, την αστρολογία, την ονειροκρισία και άλλες μυστικές και απόκρυφες τέχνες
2. αυτός που ασχολείται με τη μαγεία και γενικά με τις απόκρυφες τέχνες, αυτός που μεταχειρίζεται μαγικά μέσα και τεχνάσματα (α. «πήγε να βρει τις μάγισσες,που ξέρουν από μάγια», δημ. τραγ.
β. «διαβάλλει τὸν Αισχίνην ὅτι ἡ μήτηρ... μάγισσα ἧν καὶ ἐκράτει ὄφεις», Ρητ.)
3. μάντης («μάγων τοὺς ἀρίστους ζητήσαντα νεκυίᾳ τε χρησάμενον μαθεῖν περὶ τοῦ τέλους τοῦ βίου αὐτοῦ», Ηρωδιαν.)
4. ως επίθ. μαγικός («μάγοις ἐπῳδαῖς», Απολλ. Ρόδ.)
νεοελλ.
ως επίθ. γοητευτικός, θελκτικός, σαγηνευτικός
μσν.-αρχ.
απατεώνας, αγύρτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από την Ιρανική (πρβλ. περσ. Maguš, ονομ. μιας μηδικής φυλής).
ΠΑΡ. μαγεύω, μαγικός
αρχ.
μαγιανός, μάγιος.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) μσν. μαγοδείκτης. (Β' συνθετικό) αρχ. αρχίμαγος].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: member of the Median priests, Magian, as appellative dream-interpreter, sorcerer, deceiver (Hdt., Heraclit., S. [Μᾶγος A. Pers. 318]), also adj. magical, enchanting (Philostr., AP); ἀρχι-μάγος upper-magian (Epigr. Hypaipa; cf. S. Wikander Feuerpriester in Kleinasien und Iran [Lund 1946] 49 f.).
Compounds: ἀρχι-μάγος upper-magian (Epigr. Hypaipa; cf. S. Wikander Feuerpriester in Kleinasien und Iran, Lund 1946, 49 f.).
Derivatives: μαγικός belonging to the Magians, magic (LXX, Plu.), μαγιανός magic, enchanted (pap. Ia; after Ἀσιανός), μαγέταν αὑλόν τὸν μαγεύοντα τοὺς ἀκροωμένους H.; μαγεύω behave as Magian, enchant (E., hell.) with μαγεία (-ία) teachings of the Magians, Magic (Pl. Alc., Thphr., Act. Ap.), μαγ-εύματα pl. id. (E.), -ευτής = μάγος (D. C.), -ευτικός regarding the Magians, Magic (Pl.; Chantraine Études 135, 137, 140).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.
Etymology: From Iranian; cf. OP. Maguš (Av. moγu-) name of a Median people with priestly functions; appellatival meaning unknown, so without etymology.
Frisk Etymology German
μάγος: {mágos}
Grammar: m.
Meaning: Mitglied der medischen Priesterkaste, Magier, appellativisch Traumdeuter, Zauberer, Betrüger (Hdt., Heraklit., S., E. usw. [Μᾶγος A. Pers. 318]), auch Adj. magisch, zauberisch (Philostr., AP); ἀρχιμάγος Obermagier (Epigr. Hypaipa; vgl. S. Wikander Feuerpriester in Kleinasien und Iran [Lund 1946] 49 f.).
Derivative: Davon μαγικός dem Magier gehörig, magisch (LXX, Plu. u. a.), μαγιανός magisch, bezaubert (Pap. Ia; nach Ἀσιανός u. a.), μαγέταν αὐλόν· τὸν μαγεύοντα τοὺς ἀκροωμένους H.; μαγεύω ‘als Magier auftreten, (be)zaubern’ (E., hell. u. sp.) mit μαγεία (-ία) Lehre der Magier, Magie, Zauberei (Pl. Alk., Thphr., Act. Ap. u. a.), μαγεύματα pl. ib. (E. u. a.), -ευτής = μάγος (D. C.), -ευτικός die Magier, die Magie betreffend (Pl. u. a.; Chantraine Études 135, 137, 140).
Etymology: Aus dem Iranischen; vgl. apers. Maguš (aw. moγu-) N. eines medischen Volksstammes mit priesterlichen Obliegenheiten; appellativische Bed. unbekannt, mithin ohne Etymologie.
Page 2,156-157
Chinese
原文音譯:m£goj 馬哥士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:魔術(師),眾多 相當於: (אָמֹון)
字義溯源:魔術師,巫術師,行法術的,博士;源自(מָג / רַב מָג)=魔術師首領);而 (מָג / רַב מָג)出自(רַב / צִידֹון רַבָּה)=眾多), (רַב / צִידֹון רַבָּה)又出自(רָבַב)=投擲)。參讀 (μαγεύω)同源字
同義字:1) (μάγος)魔術師 2) (φαρμακεύς)麻醉師 3) (φάρμακος)巫師
出現次數:總共(6);太(4);徒(2)
譯字彙編:
1) 博士(3) 太2:7; 太2:16; 太2:16;
2) 行法術的(1) 徒13:8;
3) 行法術(1) 徒13:6;
4) 幾個博士(1) 太2:1
English (Woodhouse)
charlatan, enchanter, juggler, sorcerer
Mantoulidis Etymological
Ξένη ἡ προέλευσή του.
Παράγωγα: μαγεύω, μαγεία, μαγικός, μαγευτικός, μάγευμα, μαγευτής.
Léxico de magia
ὁ mago, conocedor de la magia βασιλεῦ μέγιστε καὶ μάγων καθη<γε>μών el rey más grande y conductor de magos P IV 243 πάντων ὡς μάγων ἀρχηγέτης, Ἑρμῆς ὁ πρέσβυς, Ἴσιδος πατὴρ ἐγώ como jefe de todos los magos, Hermes el viejo, yo soy padre de Isis P IV 2289 μάγων δὲ τὰ γράμματα ἑπτὰ λέγε pronuncia las siete letras de los magos P LXIII 4
Translations
juggler
Armenian: ժոնգլյոր; Belarusian: жанглёр, жанглёрка; Bulgarian: жонгльор, жонгльорка; Catalan: malabarista; Chinese Mandarin: 雜耍演員, 杂耍演员, 變戲法的人, 变戏法的人; Czech: žonglér, žonglérka; Danish: jonglør; Esperanto: ĵonglisto; Finnish: jonglööri; French: jongleur, jongleuse; Georgian: ჟონგლიორი; German: Jongleur, Jongleurin; Greek: ζογκλέρ; Ancient Greek: ἀγύρτης, γόης, θαυματοποιός, μάγος, σφαιροπαίκτης, σφαιροποιός, ψηφάς; Hungarian: zsonglőr; Italian: giocoliere, giocoliera; Japanese: ジャグラー; Korean: 저글러; Latin: praestigiator, praestigiatrix, aeruscator; Macedonian: жонглер, жонглерка; Maharastri Prakrit: 𑀥𑀫𑁆𑀫𑀺𑀅; Norwegian Bokmål: sjonglør; Nynorsk: sjonglør; Persian: ژانگلر; Polish: żongler, żonglerka; Portuguese: malabarista; Romanian: jongler; Russian: жонглёр, жонглёрша; Sicilian: jucularu, juculeri; Spanish: malabarista; Swedish: jonglör; Turkish: jonglör; Turkmen: žonglýor; Ukrainian: жонглер, жонглерка