μακροημέρευση
Greek Monolingual
η (AM μακροημέρευσις) μακροημερεύω
η παράταση τών ημερών της ζωής, μακροβιότητα, μακροζωία («χαρὰν καὶ μακροημέρευσιν», ΠΔ)
νεοελλ.
η μεγάλη διάρκεια ενός γεγονότος.
η (AM μακροημέρευσις) μακροημερεύω
η παράταση τών ημερών της ζωής, μακροβιότητα, μακροζωία («χαρὰν καὶ μακροημέρευσιν», ΠΔ)
νεοελλ.
η μεγάλη διάρκεια ενός γεγονότος.