μακροζωία
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Greek Monolingual
η (Μ μακροζωΐα)
το να ζει κάποιος πολλά χρόνια, η μακροβιότητα, η μακροημέρευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρόζωος].
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
η (Μ μακροζωΐα)
το να ζει κάποιος πολλά χρόνια, η μακροβιότητα, η μακροημέρευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρόζωος].