μακροζωία
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
Greek Monolingual
η (Μ μακροζωΐα)
το να ζει κάποιος πολλά χρόνια, η μακροβιότητα, η μακροημέρευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρόζωος].