μαλακαίπους
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, poet. for μαλακόπους,
A treading softly, Ὧραι Theoc.15.103 (s.v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκαίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ποιητ. ἀντὶ μαλακόπους, ἔχων μακαλοὺς πόδας, πατῶν ἐλαφρῶς, Ὧραι Θεόκρ. 15. 103.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. αίποδος
aux pieds délicats.
Étymologie: μαλακός, πούς.
Greek Monolingual
μαλακαίπους, -ουν (Α)
βλ. μαλακόπους.