μαλακόπους

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκόπους Medium diacritics: μαλακόπους Low diacritics: μαλακόπους Capitals: ΜΑΛΑΚΟΠΟΥΣ
Transliteration A: malakópous Transliteration B: malakopous Transliteration C: malakopous Beta Code: malako/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, μαλακόπουν, τό, gen. ποδος, tenderfooted, Hippiatr.95, 104.

Greek Monolingual

μαλακόπους, -ουν (Μ, Α μαλακαίπους, -ουν)
αυτός που έχει ανάλαφρο ή αργό περπάτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + πούς (πρβλ. μακρόπους). Ο τ. μαλακαίπους πιθ. κατ' επίδραση τών κραταίπους, χαλαίπους.