μαράζι

Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. μαρασμός
2. φυματίωση, φθίση
3. μεγάλη πίκρα και στενοχώρια, μακροχρόνια θλίψη («από τότε που έφυγε ο γιος της έχει κρυφό μαράζι στην καρδιά»)
4. φρ. «μέ τρώει το μαράζι» — μελαγχολώ από μεγάλη θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. maraz].