μαρασμός
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
ὁ, = μάρανσις, Gal.7.666; withering, τῆς ἀνθήσεως Dsc. 2.166, cf. 3.86.
German (Pape)
ὁ, das Schwachwerden, bes. das Abnehmen der Lebenskraft im hohen Greisenalter od. durch abzehrende Krankheit, Medic.
Russian (Dvoretsky)
μᾰρασμός: ὁ мед. = μάρανσις.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰρασμός: -οῦ, ὁ, = μάρανσις, Γαλην. 7. 178 κἑξ.
Greek Monolingual
ο (AM μαρασμός, Μ και μαραμός) μαραίνω
1. βαθμιαία εξασθένηση τών σωματικών, πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων από γηρατειά
2. (σχετικά με φυτό) η απώλεια της θαλερότητας, της ακμής, μάρανση, μάρασμα, μαράγγιασμα
3. μτφ. κατάπτωση, παρακμή, ξεπεσμός
4. αδυναμία, καχεξία, απίσχνανση του σώματος που προέρχεται συνήθως από μακρά ασθένεια, γήρας, μεγάλη και συνεχή κόπωση και άλλες καταπονήσεις.