ματίς: «μέγας, ἐπὶ τοῦ βασιλέως» Ἡσύχ.
ματίς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μέγας, ἐπὶ τοῡ βασιλέως».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. εσφαλμένη. Εκφράζονται αμφιβολίες αν πρόκειται για ελλ. λέξη
τήν συνδέουν με κελτ. τ. (πρβλ. αρχ. ιρλδ. maith «ωραίος», < măti-)].