α, ὁ,
A loudshouting, κήρυκες Agath.4.1.
[Seite 105] ὁ, laut schreiend, Sp.
μεγαλοβόας: ὁ, ὁ μεγάλων βοῶν, Ἀγαθ. 206, 10.
μεγαλοβόας, -α, ὁ (Μ)αυτός που έχει δυνατή φωνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλε-βόας].