μελάμπετρος

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ον,

   A with black rocks, Philet. 24.

German (Pape)

[Seite 118] schwarzfelsig, Conj. bei Philet. 19.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμπετρος: -ον, ὁ ἔχων μελαίνας πέτρας (βράχους), Φιλητ. παρὰ τῷ Σχολ. Θεοκρ. 2. 6.

Greek Monolingual

μελάμπετρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρες πέτρες, μαύρους βράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πέτρα.