μελάμφωνος

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ον,

   A with indistinct voice, Id.5.384.

German (Pape)

[Seite 119] mit dunkler, heiserer Stimme, Gal.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμφωνος: -ον, ὁ ἔχων ἀμυδράν, ἀσαφῆ ἢ βραχνὴν φωνήν, Λατ. fusca voce, Γαλην. 5. 384.

Greek Monolingual

μελάμφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει αμυδρή, μη ευκρινή ή βραχνή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + φωνή.